- πώρωση
- η / πώρωσις, -ώσεως, ΝΑ [πωρῶ, -ώνω]1. απολίθωση2. συγκόλληση και θεραπεία κατάγματος ενός οστού με τον σχηματισμό οστέινου πώρου3. μτφ. πλήρης ηθική αναισθησία, ασυνειδησίααρχ.(κατά τον Ησύχ.) «ἐξ ὀστέων σύμφυσις καὶ σύνδεσμος».
Dictionary of Greek. 2013.