πώρωση

πώρωση
η / πώρωσις, -ώσεως, ΝΑ [πωρῶ, -ώνω]
1. απολίθωση
2. συγκόλληση και θεραπεία κατάγματος ενός οστού με τον σχηματισμό οστέινου πώρου
3. μτφ. πλήρης ηθική αναισθησία, ασυνειδησία
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «ἐξ ὀστέων σύμφυσις καὶ σύνδεσμος».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πώρωση — η 1. απολίθωση. 2. αναισθησία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμπωρώ — όω, Α 1. συνενώνω με πώρωση 2. παθ. συμπωροῡμαι, όομαι (για νεφρά) γίνομαι συμπαγής με την πώρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πωρῶ (< πῶρος)] …   Dictionary of Greek

  • κτηνωδία — και χτηνωδία, η (AM κτηνωδία, Α και κτηνώδεια) [κτηνώδης] η κατάσταση τού κτηνώδους νεοελλ. μσν. ηθική πώρωση, βαναυσότητα, χυδαιότητα, απανθρωπιά …   Dictionary of Greek

  • πώρωμα — το, ΝΑ [πωρῶ, ώνω] νεοελλ. η πώρωση αρχ. κάλος, τύλος …   Dictionary of Greek

  • ψευδάρθρωση — η, Ν ιατρ. συμπτωματική ένωση τών δύο άκρων ενός κατάγματος, με εμφάνιση στοιχείων που θυμίζουν άρθρωση και κάνουν αδύνατη την οριστική πώρωσή του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pseudarthrose (< ψευδ[ο] * + άρθρωση)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”